ὀλοοίτροχος

ὀλοοίτροχος
ὀλοοίτροχος
large stone
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… …   Dictionary of Greek

  • ὀλοοιτρόχου — ὀλοοίτροχος large stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοιτρόχῳ — ὀλοοίτροχος large stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλοοίτροχον — ὀλοοίτροχος large stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολοίτροχος — ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) βλ. ολοοίτροχος …   Dictionary of Greek

  • ολοοίτροπα — ὀλοοίτροπα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Ῥοδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος] …   Dictionary of Greek

  • ολότροχος — ὁλότροχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περιφερὴς λίθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”